- ὁππόταν
- ὁππόταν, [full] ὁππότε, [full] ὁππότερος, [full] ὁπποτέρωθεν, [dialect] Ep. for ὁποτ-.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οππόταν — ὁππόταν (Α) (επικ. τ.) (σύνδ.) βλ. οπόταν … Dictionary of Greek
οπόταν — (Α ὁπόταν, επικ. τ. ὁππόταν) (σύνδ. χρον.) 1. όταν, όταν συμβεί να 2. φρ. «ὁπότ ἂν (τὸ) πρῶτον» όταν για πρώτη φορά, μόλις, αμέσως μόλις («ὁπότ ἂν τὸ πρῶτον ἴδῃ φάος», Ύμν. Απόλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπότε + ἄν] … Dictionary of Greek